- προσπτυγμάτιον
- τὸ, Α [πρόσπτυγμα, -ατος](με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο λινού υφάσματος που τοποθετείται σε πληγές ή τραύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπτυγματίοις — προσπτυγμάτιον small compress neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)